- χασοφεγγαριά
- ηη περίοδος κατά την οποία γίνεται μικρότερος ο φωτεινός δίσκος της σελήνης, χάση του φεγγαριού: Χτες είχε χασοφεγγαριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασοφεγγαριά — η, Ν χάση τού φεγγαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασο (< θ. χασ τού αορ. τού ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν ο ) + φεγγάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξοφεγγαρ ιά)] … Dictionary of Greek
φέξη — η 1. το να φέγγει κάτι, ο φωτισμός, το φέξιμο: Η φέξη του καντηλιού. 2. ξημέρωμα, γλυκοχάραμα: Στις τέσσερις το πρωί με τη φέξη πάει στο χωράφι του το καλοκαίρι. 3. η γέμιση του φεγγαριού, η περίοδος όπου γεμίζει το φεγγάρι (αντίθ. χασοφεγγαριά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)